ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΠΟΥ ΚΕΡΔΙΣΑΝ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ «ΑΓΑΠΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ»
«Η δύναμη της φιλίας»
ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΡΕΝΤΖΑ, ΜΑΘΗΤΡΙΑ ΤΗΣ Α’ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ 5ου ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΑΣ
ΠΡΟΧΩΡΟΥΜΕ σήμερα, στην ανάρτηση του έβδομου (7ο) από τα οκτώ (8) συνολικά παραμύθια που έγραψαν μαθήτριες και αναδείχθηκαν τα καλύτερα στον πρόσφατο διαγωνισμό που διοργάνωσε η Ένωση Συλλόγων Γονέων & Κηδεμόνων Καλλιθέας, με τη στήριξη φυσικά της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καλλιθέας, υπό τον γενικό τίτλο: «Αγαπώ το βιβλίο μου».
Τίτλος του 7ου παραμυθιού είναι: «Η δύναμη της φιλίας», το έγραψε η μαθήτρια της Α’ τάξης του 5ου Λυκείου της πόλης μας, Γεωργία Πρέντζα και έχει ως ακολούθως:
{Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ, περιστρέφεται γύρω από την ζωή της Άρτεμις, μιας μαθήτριας Λυκείου και των φίλων της. Οι τέσσερις φίλες γνωρίστηκαν στο Λύκειο. Η Αριάδνη και η οικογένειά της, πρόσφατα είχαν μετακομίσει στην πόλη. Η Ελπίδα, ήταν ντροπαλή και εσωστρεφής, αντίθετα με την Ζωή που ήταν η πιο κοινωνική από όλες.
Οι τέσσερις κοπέλες γνωρίστηκαν τυχαία, στο μάθημα της Βιολογίας. Αρχικά, η κατάσταση ήταν κάπως άβολη γι αυτές, ειδικά για την Ελπίδα, καθώς δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, μέχρι το τέλος της χρονιάς, είχαν γίνει κολλητές.
Μέχρι και την 3η Λυκείου, τα κορίτσια αντιμετώπισαν τσακωμούς και διαφωνίες. Αλλά αυτό ήταν που έκανε τη φιλία τους πιο δυνατή. Ακόμα και στις πανελλήνιες, όπου θεωρείται η πιο δύσκολη περίοδος στη ζωή των μαθητών εξαιτίας του έντονου άγχους, κατάφεραν να υποστηρίξουν η μία την άλλη.
Πέρασαν οι μέρες, ήρθαν και τα αποτελέσματα των πανελληνίων. Η μία δίπλα στην άλλη, κρατημένες από τα χέρια μάθαιναν τα αποτελέσματα. Ευτυχώς, όλες πέτυχαν να φοιτήσουν στις σχολές που ήθελαν. Οι σχολές τους, όμως, ήταν μακριά η μία από την άλλη. Οι κοπέλες, από την μία ήταν θλιμμένες που δεν θα βλέπονταν τακτικά, από την άλλη όμως ήταν χαρούμενες για το κατόρθωμά τους. Έδωσαν μια υπόσχεση. Υποσχέθηκαν πως ότι και να γίνει, δεν θα χάσουν επαφή και θα συναντιούνται τουλάχιστον κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. Επιπλέον, θα μιλούσαν στο τηλέφωνο όσο πιο συχνά γίνεται.
Τα κορίτσια κράτησαν την υπόσχεσή τους. Όμως, ένα Σάββατο που αποφάσισαν να βγουν, τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα περίμεναν. Ήταν στο πρώτο έτος Πανεπιστημίου, μετά το τέλος της εξεταστικής και οι κοπέλες μετά από το τρελό διάβασμα των προηγούμενων ημερών, αποφάσισαν να βγουν.
Βγήκαν και αρχικά πέρασαν υπέροχα. Η αλήθεια είναι ότι είχαν πιει όλες, πάνω στο χορό και στην ταραχή του νυχτερινού κέντρου όπου είχαν επισκεφτεί. Αργά το βράδυ αποφάσισαν να φύγουν. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Ποια θα οδηγούσε;
Πηγαίνοντας στο κλαμπ αυτή που είχε οδηγήσει ήταν η Ζωή, η καλύτερη από τις υπόλοιπες στην οδήγηση. Παρόλα αυτά, εκείνο το βράδυ ήταν και η πιο μεθυσμένη. Έτσι αποφασίστηκε να οδηγήσει η Άρτεμις, που αισθάνονταν καλύτερα. Οδηγώντας προς το σπίτι της Ελπίδας, όπου είχαν συμφωνήσει όλες να περάσουν το βράδυ, τα πράγματα ήταν ήσυχα. Η Άρτεμις στο τιμόνι οδηγούσε προσεκτικά, όμως η διαδρομή μέχρι το σπίτι της Ελπίδας ήταν μεγάλη.
Η επιστροφή τους πίσω στο σπίτι φαινόταν εύκολη, η Αριάδνη και η Ζωή είχαν αποκοιμηθεί στα πίσω καθίσματα, ενώ η Ελπίδα ήταν στην θέση του συνοδηγού, απολαμβάνοντας την ησυχία της κρύας νύχτας μετά από την βαβούρα του κλαμπ. Η Άρτεμις είχε χαλαρώσει καθώς δεν υπήρχε ίχνος αυτοκινήτου. Οδηγούσε ήδη για είκοσι λεπτά και σε λίγο θα έφταναν στο σπίτι.
Ξαφνικά, η Άρτεμις παρατήρησε με έκπληξη ένα αυτοκίνητο να έρχεται προς το μέρος τους αυξάνοντας συνεχώς ταχύτητα. Αμέσως, σκούντηξε την Ελπίδα η οποία άρχισε να πανικοβάλλεται και να φωνάζει, ενώ τα κορίτσια στο πίσω κάθισμα που ξύπνησαν από τις φωνές, άρχισαν να φωνάζουν επίσης. Η Άρτεμις είχε παγώσει, τα κορίτσια συνέχιζαν να της φωνάζουν να στρίψει το τιμόνι για να αποφύγει το αυτοκίνητο, το οποίο ερχόταν καταπάνω τους, αλλά εκείνη δεν άκουγε. Τότε η Ελπίδα, με όλη την δύναμη που είχε στο αριστερό της χέρι, έπιασε το τιμόνι και το έστριψε προς τα δεξιά, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητό τους να αποφύγει το άλλο αυτοκίνητο που έρχονταν κατά πάνω τους, αλλά έπεσε με δύναμη πάνω στο διαχωριστικό του δρόμου.
Το επόμενο που θυμόταν η Άρτεμις, ήταν να ξυπνάει στο νοσοκομείο και να βλέπει τη μητέρα της, να κάθεται δίπλα της και να της κρατά το χέρι. Η Άρτεμις, ξαπλωμένη, προσπάθησε να κινηθεί από την άβολη θέση της, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να την κάνει να νιώσει ένα οξύ πόνο στο δεξί πόδι και στο αριστερό χέρι. Η μητέρα της τη βοήθησε να ανακαθίσει και η Άρτεμις ξεκίνησε να τις κάνει ερωτήσεις. Ερωτήσεις όπως το τι είχε συμβεί, πώς βρέθηκε στο νοσοκομείο, τι έγινε με τις φίλες της κι άλλες. Η μητέρα της με δάκρυα λύπης και χαράς μαζί, της εξήγησε για το ατύχημα, της είπε ότι παρόλο που χρειάστηκαν να νοσηλευτούν, ήταν όλες καλά και πως μετά από δύο εβδομάδες θα μπορούσαν να γυρίσουν σπίτι τους.
Πέρασαν οι δύο εβδομάδες και έφτασε τελικά η μέρα που η Άρτεμις θα συναντούσε για πρώτη φορά μετά το ατύχημα τις φίλες της. Τα κορίτσια συναντήθηκαν στο στέκι τους, έκατσαν γύρω από ένα τραπέζι και η Άρτεμις τους ζήτησε συγγνώμη για ότι είχε συμβεί. Τότε η Ζωή, πάνω στα νεύρα της άρχισε να την κατηγορεί. Η Ελπίδα κατηγόρησε τη Ζωή και την Αριάδνη. Η Άρτεμις κατηγόρησε τη Ζωή και την Αριάδνη. Η Αριάδνη κατηγόρησε την Ελπίδα. Έτσι, ο καυγάς συνεχίστηκε και έγινε πολύ χειρότερος από όσο μπορείτε να φανταστείτε. Τα κορίτσια μάλωσαν τόσο πολύ μεταξύ τους, που δεν μίλησαν ποτέ ξανά η μία στην άλλη.
ΜΕΤΑ ΑΠΟ 20 ΧΡΟΝΙΑ
Τα χρόνια πέρασαν και οι τέσσερις κοπέλες, είχαν δημιουργήσει τις δικές τους οικογένειες.
Η Άρτεμις δούλευε σε μία εταιρεία, ήταν παντρεμένη και είχε μια κόρη οχτώ χρονών, την Άννα. Κάθε Τετάρτη, το κοριτσάκι της πήγαινε σε μάθημα κολύμβησης με τον πατέρα της. Εκεί, συναντούσε τη φίλη της την Κωνσταντίνα, η οποία πήγαινε με τον δικό της πατέρα. Με αφορμή τη γνωριμία των δύο κοριτσιών, οι πατεράδες κανόνισαν να συναντηθούν οικογενειακώς για καφέ, στην ίδια καφετέρια που συναντιόντουσαν παλαιότερα οι τέσσερις φίλες.
Φτάνοντας η Άρτεμις στην καφετέρια, έμεινε άναυδη βλέποντας πως η μητέρα της Κωνσταντίνας ήταν η παλιά της φίλη, η Αριάδνη. Οι δυο φίλες, παρά το αρχικό ξάφνιασμά τους, με δάκρυα στα μάτια, αγκαλιάστηκαν και μίλησαν για τα όσα είχαν συμβεί μετά από τον μεγάλο τους τσακωμό που τους στοίχισε τη φιλία τους. Στο τέλος, αφού αναγνώρισαν το λάθος τους, αποφάσισαν να βρουν και τις άλλες δύο φίλες τους, έτσι ώστε να ξανασυναντηθούν.
Δεν πέρασε μία εβδομάδα και κατάφεραν να συναντηθούν ξανά όλες μαζί στη γνωστή τους καφετέρια. Ζήτησαν συγγνώμη η μία από την άλλη, αναπόλησαν τις όμορφες στιγμές τους και μίλησαν για τις ζωές τους μετά το χωρισμό τους. Η Αριάδνη είχε γίνει κτηνίατρος, αφού πάντα λάτρευε τα ζώα. Η Ελπίδα είχε γίνει νηπιαγωγός και ήταν παντρεμένη, με ένα γιο. Η Ζωή είχε γίνει δικηγόρος και δούλευε σε μία μεγάλη δικηγορική εταιρεία.
Στο τέλος, όλες συγχωρέσανε η μία την άλλη για τη συμπεριφορά τους και για το ατύχημα και όλες συμφώνησαν πως το γεγονός ότι απομακρύνθηκαν μεταξύ τους, ήταν το χειρότερο πράγμα που τους είχε συμβεί. Γι’ αυτό έδωσαν μια νέα υπόσχεση. Υποσχέθηκαν πως ακόμα και αν χάνονταν ξανά, κάθε χρόνο, την ίδια ημέρα, θα συναντιόντουσαν στο γνωστό τους καφέ, θα εξιστορούσαν τα γεγονότα της ζωής τους, και θα αναπολούσαν τις αναμνήσεις τους. Διότι, όπως αποδείχθηκε, η φιλία τους, μαζί με τις οικογένειές τους, ήταν ο θησαυρός της ζωής τους!}.
Πηγή: ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΠΟΥ ΚΕΡΔΙΣΑΝ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ «ΑΓΑΠΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ» | Reporter Καλλιθέας