Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΠΟΥ ΚΕΡΔΙΣΑΝ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ «ΑΓΑΠΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ» «Semih, μια γενναιόδωρη ψυχή» ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΛΙΝΑ ΜΠΡΕΓΙΑΝΝΗ, ΜΑΘΗΤΡΙΑ ΤΗΣ Δ’ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ 15ου ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ


 ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΠΟΥ ΚΕΡΔΙΣΑΝ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ «ΑΓΑΠΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ»

«Semih, μια γενναιόδωρη ψυχή»

ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΛΙΝΑ ΜΠΡΕΓΙΑΝΝΗ, ΜΑΘΗΤΡΙΑ ΤΗΣ Δ’ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ 15ου ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ σήμερα, με το πέμπτο (5ο) από τα οκτώ (8) συνολικά παραμύθια που έγραψαν μαθήτριες και αναδείχθηκαν τα καλύτερα στον πρόσφατο διαγωνισμό που διοργάνωσε η Ένωση Συλλόγων Γονέων & Κηδεμόνων Καλλιθέας, με τη στήριξη φυσικά της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καλλιθέας, υπό τον γενικό τίτλο: «Αγαπώ το βιβλίο μου».

Τίτλος του 5ου παραμυθιού είναι: «Semih, μια γενναιόδωρη ψυχή», το έγραψε η μαθήτρια της Δ’ τάξης του 15ου Δημοτικού Σχολείου«Μελίνα Μερκούρη» της πόλης μας, Μελίνα Μπρέγιαννη και έχει ως ακολούθως:

{Τις τελευταίες μέρες έρχεται συνεχώς στο μυαλό μου μια όμορφη και αληθινή ιστορία που μου διηγήθηκε πρόσφατα η αγαπημένη μου γιαγιά. Έπαιζα βιολί ένα απόγευμα, όταν την είδα να με κοιτά συγκινημένη και γεμάτη απορία. 

-Τι συμβαίνει, γιαγιά; Γιατί είσαι δακρυσμένη; Πάλι τον παππού θυμήθηκες; την ρώτησα.

-Όχι, Μελίνα μου, απάντησε εκείνη, δε θυμήθηκα τον παππού. Η μελωδία που μόλις έπαιξες στο βιολί, μου έφερε στο νου τον Semih.

-Ποιος είναι αυτός, γιαγιά, και γιατί σε συγκινεί η θύμησή του; 

-Έλα να σε πάρω αγκαλίτσα και να σου διηγηθώ την ιστορία του.

Άφησα το βιολί στην άκρη κι έκατσα στην ποδιά της για να ακούσω την ιστορία. Η γιαγιά ξεκίνησε…

– Τον Semih τον γνώρισα  πριν πολλά – πολλά χρόνια. Ήρθε στη γειτονιά μας μαζί με τους γονείς του και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του, όταν ήταν εννιά χρονών. Ήταν ξένος. Είχε γεννηθεί στη Συρία και ζούσε εκεί ευτυχισμένος παρά τη φτώχεια τους. Πήγαινε σχολείο, έπαιζε με τους φίλους του και είχε την αγάπη της οικογένειάς του. Ένα χαμόγελο φώτιζε μόνιμα το πρόσωπό του! Ώσπου ξέσπασε ο πόλεμος… Το σπίτι του διαλύθηκε, το σχολείο καταστράφηκε, η πόλη γέμισε ερείπια, τραυματισμένους και νεκρούς, πολλούς νεκρούς… Δεν μπορούσε πια να πηγαίνει στο σχολείο, να παίζει με τους φίλους του ή να βρίσκει λίγο φαγητό να φάει. Πεινούσε και φοβόταν πως θα πεθάνει κι αυτός και οι αγαπημένοι του. Ζούσε έναν εφιάλτη που του προκαλούσε τρόμο μέρα και νύχτα. Το χαμόγελο είχε σβήσει για τα καλά… Μόνο η αγάπη της οικογένειάς του παρέμενε ακόμα όρθια.

– Τι μεγάλο κακό που είναι ο πόλεμος, γιαγιά…

–  Έτσι είναι, παιδί μου, όπως τα λες. Γι’ αυτό πήραν την απόφαση να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Με ένα σακίδιο ο καθένας στην πλάτη του,  που είχε μερικά βασικά πράγματα, ξεκίνησαν για να βρουν μια καινούρια πατρίδα. Ξέφυγαν από τις φωτιές του πολέμου και με ένα βαρκάκι ξεκίνησαν το ταξίδι της σωτηρίας.

Πλήρωσαν τον βαρκάρη με όσα χρήματα είχαν καταφέρει να σώσουν από τις οικονομίες τους και μπήκαν μαζί με άλλους δυστυχισμένους στη βάρκα που θα τους πήγαινε στην Ελλάδα. Ταξίδευαν στριμωγμένοι σαν τις σαρδέλες σε ένα βαρκάκι που κανονικά χωρούσε λιγότερους και από τους μισούς. Όσο ο καιρός ήταν καλός, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Όμως, την επόμενη μέρα ο ουρανός συννέφιασε, η θάλασσα μαύρισε, και τα κύματα αγρίεψαν. Η δυνατή μπόρα που ξέσπασε, απειλούσε τη ζωή όλων. Βρέχονταν, κρύωναν και φοβούνταν. Πολλοί από τους επιβάτες πνίγηκαν, ενώ άλλοι πέθαναν από πνευμονία. Αυτούς αναγκάζονταν να τους πετούν στη θάλασσα…

– Πόσο φρικτό είναι αυτό που περιγράφεις, γιαγιά…

– Μετά από κάμποσες μέρες έφτασαν στην Ελλάδα. Με πολύ ζόρι πέρασαν τα σύνορα και βρήκαν ένας μέρος στη φύση για να κοιμηθούν το βράδυ. Ο Semih ένιωθε ανακουφισμένος! Παρά το κρύο, την πείνα, τη δίψα και τον φόβο κατάφερε να κοιμηθεί, εξαντλημένος  από το δύσκολο ταξίδι. Το μικρό αγόρι και η οικογένειά του πέρασε πολλά βράδια σαν αυτό και μαζί πολλά εμπόδια. Τελικά κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους με τη βοήθεια του ελληνικού κράτους και των ντόπιων κατοίκων. Ο πατέρας βρήκε μια δουλειά και άρχισαν να φτιάχνουν σιγά σιγά τη ζωή τους. 

Ο Semih γνώρισε ύστερα από λίγο καιρό δυο παιδιά. Την Ελένη και τον Γιώργο. Ταίριαξαν από την πρώτη στιγμή! Έγιναν πολύ καλοί του φίλοι και τον νοιάζονταν πραγματικά. Προσπαθούσαν να του μάθουν ελληνικές λέξεις και τον βοήθησαν να πάει σχολείο αγοράζοντας για εκείνον τα απαραίτητα σχολικά είδη.

– Τι ωραίο να έχεις αληθινούς φίλους…

– Στην αρχή, όμως, όλα ήταν πολύ δύσκολα στο σχολείο. Στον Semih φαινόταν ακατόρθωτο να καταλάβει το μάθημα, αφού δε γνώριζε την ελληνική γλώσσα. Όμως, παρακολουθούσε επιπλέον τα μαθήματα στο Τμήμα Ένταξης και με τον καιρό βελτιώθηκε πολύ. Μια μέρα, όμως, έγινε κάτι πολύ δυσάρεστο. 

– Τι, γιαγιά; Τι συνέβη; 

– Μια μέρα που έτυχε να λείπει από την τάξη και ο Γιώργος και η Ελένη, η δασκάλα ζήτησε από τον Semih να διαβάσει το κείμενο της Γλώσσας. Ο Semih ξεκίνησε την ανάγνωση, αλλά δυσκολεύτηκε πολύ να προφέρει μια λέξη. Όλη η τάξη έβαλε τα γέλια. Ξαναπροσπάθησε, αλλά και πάλι δεν τα κατάφερε. Οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν και του φώναζαν πως είναι βλάκας και ανίκανος. Το αγόρι θόλωσε. Τα χέρια του ίδρωσαν. Φοβήθηκε και ξέσπασε σε κλάματα και αυτήν τη φορά δεν είχε ούτε τον Γιώργο ούτε την Ελένη κοντά του να του συμπαρασταθούν. Τα γέλια των συμμαθητών του δυνάμωναν, ενώ η φωνή της δασκάλας που τους ζητούσε να σταματήσουν,  δεν ακουγόταν καν. Ο Semih αναστατωμένος, σηκώθηκε απότομα από το θρανίο του και φεύγοντας έπεσε κάτω. Ένα από τα παιδιά πρόλαβε να του βάλει τρικλοποδιά. 

– Αν είναι δυνατόν! Υπάρχουν παιδιά που συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο; 

– Κι όμως, υπάρχουν. Μάλιστα, το γέλιο όλων έγινε ακόμα πιο δυνατό και  τρόμος κυρίευσε τον Semih. Με μάτια κλαμένα άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Το μυαλό του είχε κλειδωθεί στα γέλια των συμμαθητών του. Έτσι, δεν πρόσεξε ούτε την Ελένη, που εκείνη τη στιγμή επέστρεφε στην αίθουσα. Του φώναξε, αλλά εκείνος δεν την άκουσε. Έτρεξε πίσω του, αλλά δεν τον πρόλαβε.

Ο Semih δεν ήθελε να επιστρέψει σπίτι του, γιατί δεν ήθελε να τον δουν οι δικοί του στενοχωρημένο. Το απόγευμα η Ελένη πήγε στο σπίτι του για να δει τι συμβαίνει. Μόλις η αδερφή του φίλου της την ρώτησε αν ο Semih είναι μαζί της, κατάλαβε πως ο φίλος της είχε εξαφανιστεί. Έψαξε σε όλα τα πιθανά μέρη που θα μπορούσε να είχε κρυφτεί, αλλά δεν τον βρήκε πουθενά. Ανησύχησε πολύ όπως και όλη η οικογένεια.

– Τελικά, γύρισε σπίτι του, γιαγιά;

– Ναι, ευτυχώς. Αργά το βράδυ επέστρεψε σώος στο σπίτι του και η αγωνία όλων σταμάτησε. Όμως, το περιστατικό στο σχολείο τον είχε πληγώσει τόσο πολύ, που κλείστηκε στο δωμάτιό του, δε μιλούσε σε κανέναν, έτρωγε ελάχιστα και φώναζε πως δεν πρόκειται να ξαναπάει σε εκείνο το απαίσιο σχολείο. Η οικογένειά του έκανε τα αδύνατα δυνατά για να τον πείσει να γυρίσει στο σχολείο. Εκείνος, όμως, είχε πεισμώσει και δεν άλλαζε γνώμη. Τελικά, αυτοί που του άλλαξαν τη γνώμη, ήταν οι δυο καλοί του φίλοι, ύστερα από πολλές προσπάθειες, βέβαια.

– Και τι έγινε, γιαγιά; Πώς τον υποδέχτηκαν οι συμμαθητές του;

– Με τη βοήθεια της δασκάλας τους κατάλαβαν το λάθος τους και άλλαξαν τη στάση τους. Του ζήτησαν συγγνώμη και άρχισαν να κάνουν όλοι μαζί πολύ καλή παρέα. Στα διαλείμματα δεν έμενε πια κανείς μόνος του. Κι αν γινόταν κάτι τέτοιο, ο Semih πλησίαζε το παιδί που ήταν μόνο του και του ζητούσε να έρθει στην παρέα του. 

Όλα κυλούσαν τέλεια! Ο μικρός μας φίλος περίμενε πώς και πώς να πάει στο σχολείο. Ήταν πολύ χαρούμενος που τον είχαν αποδεχτεί όλοι και δεν τους πείραζε πια η διαφορετική του καταγωγή. Η χαρά του τον έκανε να διαβάζει με μεγαλύτερη όρεξη κι έτσι κατάφερε πολύ γρήγορα να μιλάει τέλεια την ελληνική γλώσσα. Οι βαθμοί του βελτιώνονταν συνεχώς και χωρίς να το καταλάβει έφτασε στην τελευταία τάξη του Λυκείου. Τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση…

– Ποια απόφαση, γιαγιά;

– Αποφάσισε να μελετήσει ακόμα πιο σκληρά για να δώσει εξετάσεις και να περάσει στο Πανεπιστήμιο.

– Τα κατάφερε; Μακάρι να τα κατάφερε!

– Φυσικά και τα κατάφερε! Τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει κάποιον να πετύχει το όνειρό του, όταν το θέλει τόσο πολύ και προσπαθεί άλλο τόσο, όπως ο Semih.

– Και το δικό του όνειρο ποιο ήταν, γιαγιά; 

– Ήθελε να γίνει δάσκαλος. Και έγινε. Ο καλύτερος! Οι μαθητές του τον λάτρευαν και χαίρονταν να κάνουν μάθημα μαζί του! Μάλιστα, από την πρώτη στιγμή που έπιασε δουλειά σε ένα δημοτικό, σκέφτηκε πως έπρεπε να κάνει κάτι παραπάνω για να βοηθήσει τα παιδιά των μεταναστών, που σίγουρα θα περνούσαν τις ίδιες δυσκολίες που πέρασε κι εκείνος τον πρώτο καιρό στην Ελλάδα και ίσως και μεγαλύτερες. Άρχισε, λοιπόν, να διδάσκει εθελοντικά όπου ήξερε πως υπάρχει ανάγκη και μάλιστα βοηθούσε όπως μπορούσε για να κάνει πιο εύκολη τη ζωή τους στην καινούρια πατρίδα. Όσο για τη δική του πατρίδα…

– Δεν ξαναπήγε, γιαγιά, στη Συρία;

– Δυστυχώς ο πόλεμος δεν τον άφησε να γυρίσει πίσω. Έκανε, όμως, κάτι πολύ όμορφο για να κρατήσει ζωντανή στην ψυχή του την παλιά του πατρίδα.

– Τι ήταν αυτό, γιαγιά;

– Στον λίγο ελεύθερο χρόνο που είχε, μάθαινε να παίζει βιολί.

– Πώς έτσι; Τι σχέση έχει το βιολί με τη Συρία; 

– Όταν ζούσε ο παππούς του στη Συρία, έπαιζε βιολί και είχε περάσει και στα εγγόνια του την αγάπη για αυτό το όργανο. Ο Semihμόλις είχε ξεκινήσει να ασχολείται με το βιολί, αλλά ο πόλεμος δεν τον άφησε να συνεχίσει. Πάντα όμως είχε στο μυαλό του να μάθει να παίζει και μάλιστα το αγαπημένο τραγούδι του παππού του. Όπως θα κατάλαβες, το τραγούδι που έπαιζες προηγουμένως και με συγκίνησες, ήταν το τραγούδι του παππού του Semih

– Εσύ, όμως, πώς ξέρεις μια τέτοια λεπτομέρεια;

– Άκουγα τον Semih κάθε βράδυ στο σπίτι του να παίζει αυτόν τον σκοπό και έπειτα να στέλνει ένα φιλί στον ουρανό. Όταν τον ρώτησα τι σημαίνει για αυτόν αυτή η μελωδία, μου εκμυστηρεύτηκε την ιστορία του και μου είπε:

 «Όταν παίζω βιολί, είναι σαν να μην έζησα ποτέ τον πόλεμο…»

– Τι συγκινητική ιστορία, γιαγιά… Πού είναι τώρα ο Semih; Είναι καλά;

– Ναι, είναι πολύ καλά! Ζει ευτυχισμένος με τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά και κάθε βράδυ παίζει στο βιολί το αγαπημένο του τραγούδι! Η ζωή τελικά του φέρθηκε, όπως αξίζει σε μια γενναιόδωρη ψυχή, σαν και τη δική του. Ξέρεις τι σημαίνει Semih;

– Όχι, γιαγιά δεν ξέρω. 

– Semih θα πει «ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΗ ΨΥΧΗ»}.



Πηγή: ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΠΟΥ ΚΕΡΔΙΣΑΝ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ «ΑΓΑΠΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ» | Reporter Καλλιθέας